- ὑπεριδρυμένος
- ὑπερῑδρῡμένος , ὑπέρ-ἱδρύωmake to sit downperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεριδρύω — ΜΑ [ἱδρύω] 1. ιδρύω, τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. (κυρίως παθ.) ὑπεριδρύομαι καταλαμβάνω ανώτερη, εξέχουσα θέση («πάσης ὑπεριδρυμένος καὶ ἀρχῆς καὶ τάξεως», Διον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՍԵՐՏԵԱԼ — ( ) NBH 2 0396 Chronological Sequence: 8c գ. ὐπεριδρύμενος supra collocatus, praefixus. Գերասերտեալ, կանխաւ հաստատեալ. *Առ պարզն եւ գերաբունն եւ նախասերտեալն ճշմարտութիւն նշանակացն. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)